- ζώμευμα
- ζώμ-ευμα, ατος, τό,A soup, ζωμεύματα put by way of joke for ὑποζώματα νεώς (v. ὑπόζωμα fin.), Ar.Eq.279.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζώμευμα — ζώμευμα, τό (Α) [ζωμεύω] (σε κωμ. λογοπαίγνιο τού Αριστοφ.) ζωμός, σούπα («καὶ φήμ ἐξάγειν ταῑσι Πελοποννησίων τριήρεσι ζωμεύματα» και ισχυρίζομαι ότι αυτός εξάγει ζουμί για τις τριήρεις τών Πελ. [ο Αριστοφ. εδώ παίζει με τη λέξη υποζώματα*, την… … Dictionary of Greek
ζωμευμάτων — ζώμευμα soup neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωμεύματα — ζώμευμα soup neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)